ἀσπασμός

ἀσπασμός
ἀσπασμός, οῦ, ὁ (s. ἀσπάζομαι; Theognis et al.; Epict. 4, 4, 3; 37; POxy 471, 67; TestSol 18:21 H; EpArist 246; 304; Jos., Ant. 15, 210) greeting.
of personal salutations Lk 1:29, 41, 44; φιλεῖν etc. Mt 23:7; Mk 12:38; Lk 11:43; 20:46. ὥρα τοῦ ἀ. GJs 24:1 (s. ἀσπάζομαι 1b end).
of written greetings ὁ ἀ. τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου 1 Cor 16:21; Col 4:18; 2 Th 3:17.—DELG s.v. ἀσπάζομαι. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσπασμός — greeting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπασμός — ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι] 1. το φίλημα 2. ο χαιρετισμός μσν. νεοελλ. 1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό 2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας νεοελλ. 1. το φίλημα, η… …   Dictionary of Greek

  • ασπασμός — ο εναγκαλισμός, φίλημα: Η υποδοχή συνοδευόταν και με ασπασμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπασμοῖς — ἀσπασμός greeting masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασμοί — ἀσπασμός greeting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασμοῦ — ἀσπασμός greeting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασμούς — ἀσπασμός greeting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασμῶν — ἀσπασμός greeting masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασμῷ — ἀσπασμός greeting masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασμόν — ἀσπασμός greeting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”